Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐφεῦρέ σ

См. также в других словарях:

  • ἐφεῦρε — ἐφευρίσκω find aor ind act 3rd sg ἐφευρίσκω find aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφευρε — ἐφευρίσκω find aor imperat act 2nd sg ἐφευρίσκω find aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐφευρίσκω find aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφευρίσκω — (ΑΜ ἐφευρίσκω, Α ιων. τ. ἐπευρίσκω) επινοώ κάτι το νέο, κάτι το άγνωστο, κάνω εφεύρεση (α. «ἐφεῡρε δ ἄστρων μέτρα», Σοφ. β. «ο Έντισον εφεύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα» γ. «εφευρίσκω τρόπο υπεκφυγής») αρχ. 1. βρίσκω, ανακαλύπτω («εἴ που ἐφεύροι… …   Dictionary of Greek

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • обрѣсти — (1270), ОБРѦЩ|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Найти, отыскать, обнаружить: Таино мѣсто ѡбрѣтъ и сѣдъ съ тихостию помѧни. грѣхы и отъпадниѥ ц҃рьства. Изб 1076, 36; иди съглѧдаи въ сѹсѣцѣ. еда како мало мѹкы ѡбрѧщеши в нѥмь ЖФП XII, 54г; ошедъшю же ѥмѹ [на поиски… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • AEGYPTIACA — I. AEGYPTIACA Πεττεία, longe operosior et ingeniosior Palamediacâ, una cum hac Graecis in usu fuit. Haec enim solis quinque calculis, quos πεςςοὺς Graeci dicunt, ab utraque ludentium parte tractabatur, absque tesseris: illa vero tota Philosophice …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PALAMEDES — Nauplii Euboeae Regis fil. ingeniosissimus, (a quo Naupliades a Poetis dictus est) acerrimus Ulyssis inimicus fuit, a quo tandem iniquô circumventus est, et ab exercitu lapidibus obrutus. Nam cum omnes totius Graeciae principes ad bellum Troianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • γκιλοτίνα — Μηχάνημα αποκεφαλισμού. Υιοθετήθηκε επίσημα στα τέλη του 18ου αι., κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Εφευρέτης της ήταν ο Γάλλος γιατρός Γκιγιοτέν. Βλ. λ. Γκιγιοτέν, Ζοζέφ Ιγκνάς. Ο αποκεφαλισμός του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στην γκιλοτίνα, σε… …   Dictionary of Greek

  • μελίφρων — μελίφρων, ον (Α) 1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»