-
1 περι-στροφή
περι-στροφή, ἡ. das Umdrehen, Umkreisen; ἐφεῠρε δ' ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφάς, Soph. frg. 379, ὀστράκου, Plat. Rep. VII, 521 (vgl. ὄστρακον); das Sichumwenden, Plut. Num. 14; – Umgang, Verkehr, Sp.
-
2 σταθμός
σταθμός, ὁ (ἵστημι, vgl. στάϑμη), bei den Attikern nicht selten mit dem heterogenischen plur. τὰ σταϑμά, 1) ein aufrecht stehender Pfosten, Pfeiler, Ständer; bei Hom. bald von dem Hauptpfeiler, welcher die Decke eines Gemaches trägt, στῆ ῥα παρὰ σταϑμὸν τέγεος, Od 1. 333. 8, 458 u. öfter. vgl. 17, 96, bald von den Thürpfosten, ἐν δὲ σταϑμοὺς ἄρσε, ϑόρας δ' ἐπέϑηκε, 21, 45; ϑύρας σταϑμοῖσιν ἐπῆρσεν, Il. 14, 167. 339; ἀργύρεοι σταϑμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ, Od. 7, 89; παρὰ σταϑμοῖσιν ἐπ' οὐδοῠ, 10, 62, u. sonst; Soph. El. 1323 εἰ σταϑμοῖσι τοῖςδε μὴ 'κύρουν ἐγὼ πάλαι φυλάσσων, Schol. ἐν ταῖς παραστάσιν; Eur. σταϑμοὺς μοχλοῖσιν ἐκβαλόντες, Or. 1474; ἄπελϑε λαΐνων σταϑμῶν, Ar. Ach. 424; πύλαι χάλκεαι πᾶσαι καὶ σταϑμοί τε καὶ ὑπέρϑυρα, Her. 1, 179; σταϑμὰ ϑυράων, Theocr. 24, 15, u. sonst einzeln bei Sp. – 2) Standort, z. B. der Schiffe, Eur. Rhes. 43; bes. Stand, der Ort, wo Menschen od. Hausthiere stehen u. sich aufhalten, Stall; bei Hom. durchgängig von ländlichen Wohnungen, Gehöft, wo bes. an Viehställe zu denken, κατὰ σταϑμὸν ποιμνήϊον Il. 2, 470, μυῖαι σταϑμῷ ἔνι 16, 642, u. öfter; vgl. noch σταϑμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες ῥύατ' ὄπισϑε μένοντες, Od. 17, 200; in Gleichnissen der Löwe erwähnt, der in solch Gehöft einbricht, um Vieh zu rauben; Il. 18, 589 ist verbunden ( οἰῶν) σταϑμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, im plur., wie Hes Th. 444. So auch Pind. Πέλοπος παρ' εὐηράτων σταϑμῶν, Ol. 5, 10; übh. Wohnung, Hes. Th. 294; εἰς Ἀΐδα σταϑμόν, Pind. Ol. 11, 92; ἐς οὐρανοῠ σταϑμούς, I. 6, 45; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταϑμῶν κύνα, Ag. 870; χειμῶνα τἀμά τ' εἰς ἔπαυλ' ἐγὼ ἤλαυνον, οὗτός τ' εἰς τὰ Λαΐου σταϑμά, Soph. O. R. 1139; eigtl., Stall, ἐν σταϑμοῖσιν ἱππικοῖς, Eur. Or. 1449, vgl. Andr. 280. – Bes. Standquartier, Nachtquartier für Reisende od. Soldaten auf dem Marsche. – Im persischen Reiche hießen σταϑμοί die Orte, wo der König auf seinen Reisen einzukehren u. zu übernachten pflegte, eine Art Etappen oder Stationen, βασιλήϊοι σταϑμοί, Her. 2, 152. 6, 119; dah. in Beschreibung persischer Gegenden als Bestimmung der Entfernung, eine Tagereise, ein Tagemarsch, gew. eine Strecke von fünf Parasangen, oft bei Xen. An., z. B. 1, 2, 5; doch hing es jedesmal vom Feldherrn ab, wie lang er die σταϑμοί machen wollte, vgl. 2, 2, 12. – 3) das Gewicht, womit man wägt, ἤτε σταϑμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα, Il. 12, 434; das Gewicht, das ein Körper wiegt, die Schwere, ἡμιπλίνϑια σταϑμὸν διτάλαντα, Her. 1, 50. 92; ὀπτοῠ σίτου σταϑμός, 2, 168; auch die Wage, ἱστᾶσι σταϑμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας, 2, 65; in dieser Bdtg plur. immer σταϑμά; Seph. ἐφεῦρε σταϑ μῶν, ἀριϑμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα, Irg. 379; μύριον δοὺς χρυσοῠ σταϑμόν, Eur. Bacch. 810; μέρη σταϑμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; ἐπὶ τὸν σταϑμὸν γὰρ αὐτὸν ἀγαγεὶν βούλομαι, Ar. Ran. 1361; Wagschale, 1403; τὸ ἄγαλμα ἔχει τεσσαράκοντα τάλαντα σταϑμὸν χρυσίοο, 40 Talente Goldes an Gewicht, Thuc. 2, 13; τοῠ βαρυτέρου καὶ κουφοτέρου σταϑμοῠ, Plat. Charm. 166 b, u. öfter; τὸν ῤυϑμὸν τοῠ ϑώρακος πότερον τῷ μέτρῳ ἢ σταϑμῷ ἐπιδεικνύων τιμᾷς, Xen. Mem. 3, 10, 10; νόμοις δὲ χρῆσϑαι τοῖς Σόλωνος καὶ μέτροις καὶ σταϑμοῖς, Andoc. 1, 83, wie Pol. 2, 37, 10; übtr. οὐκ ἴσον ἄγει σταϑμὸν μνησικακία καὶ φίλου χάρις, Plut. de am. mult. p. 297.
-
3 ἐφ-ευρίσκω
ἐφ-ευρίσκω (s. εὑρίσκω), 1) dabei finden, antreffen; δαινυμένους δ' ἄρα πάντας ἐφεύρομεν Od. 10, 452, wie Il. 2, 198; καὶ τήν γ' ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν Od. 24, 145, wir ertappten sie dabei; ὃ ἐφεύρηκ' ἐνϑάδ' ἐκβεβλημένον Soph. O. C. 1259; ἐφεῦρέ σ' ἄκονϑ' ὁ πάνϑ' ὁρῶν χρόνος O. R. 1213, dich hat entdeckt, vgl. El. 1082; οἳ πολλάκις μ' ἐφεῠρον σῶμα κλέπτουσαν Eur. Tr. 957; ὅσους κακοὺς ἐφεῠρον Herc. Fur. 569; vgl. Plat. Polit. 307 c; pass., ἐφεύρημαι κακός, ich bin schlecht erfunden worden, Soph. O. R. 1421, wie δρῶν δ' ἐφευρίσκει κακά, es zeigt sich, daß du schlecht handelst, O. C. 942; μὴ 'φευρεϑῇς ἄνους Ant. 281; ἐφευρέϑης ἦσσον φρονοῦσα Eur. Ant. 312, wie Suppl. 319; μὴ οὕτω ἐπευρεϑῇ πρήσσων Her. 9, 109. – 2) dazu erfinden; οὔτε τιν' ἄλλην μῆτιν ἐφευρίσκω Od. 19, 158, wo jetzt ἔϑ' εὑρίσκω gelesen wird; χορδαῖς ἑπτὰ ταῖς ἀρχαίαις τέσσαρας χορδάς Paus. 3, 12, 10; Plut. Symp. 9, 3, 2; ὅσα δ' ἂν ἐφευρίσκῃ τὰ τέλη, so viel die Zölle noch außerdem einbringen, Xen. Vect. 4, 40; übh. erfinden, τέχνην Pind. P. 12, 7; σοφῶς δ' ἐφεῦρες ὥστε μὴ ϑανεῖν ποτε Eur. Alc. 699; ὀρχήσεις Luc. galt. 22. – Med. ὀρϑόβουλον μῆτιν ἐφευρόμενοι, die sich richtig rathenden Sinn gefunden haben, ihn besitzen, Pind. P. 4, 262.
-
4 ἐφευρίσκω
ἐφ-ευρίσκω, (1) dabei finden, antreffen; καὶ τήν γ' ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν, wir ertappten sie dabei; ἐφεῦρέ σ' ἄκονϑ' ὁ πάνϑ' ὁρῶν χρόνος, dich hat entdeckt; pass., ἐφεύρημαι κακός, ich bin schlecht erfunden worden; δρῶν δ' ἐφευρίσκει κακά, es zeigt sich, daß du schlecht handelst. (2) dazu erfinden; ὅσα δ' ἂν ἐφευρίσκῃ τὰ τέλη, so viel die Zölle noch außerdem einbringen; übh. erfinden; ὀρϑόβουλον μῆτιν ἐφευρόμενοι, die sich richtig ratenden Sinn gefunden haben, ihn besitzen
См. также в других словарях:
ἐφεῦρε — ἐφευρίσκω find aor ind act 3rd sg ἐφευρίσκω find aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφευρε — ἐφευρίσκω find aor imperat act 2nd sg ἐφευρίσκω find aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐφευρίσκω find aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφευρίσκω — (ΑΜ ἐφευρίσκω, Α ιων. τ. ἐπευρίσκω) επινοώ κάτι το νέο, κάτι το άγνωστο, κάνω εφεύρεση (α. «ἐφεῡρε δ ἄστρων μέτρα», Σοφ. β. «ο Έντισον εφεύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα» γ. «εφευρίσκω τρόπο υπεκφυγής») αρχ. 1. βρίσκω, ανακαλύπτω («εἴ που ἐφεύροι… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
обрѣсти — (1270), ОБРѦЩ|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Найти, отыскать, обнаружить: Таино мѣсто ѡбрѣтъ и сѣдъ съ тихостию помѧни. грѣхы и отъпадниѥ ц҃рьства. Изб 1076, 36; иди съглѧдаи въ сѹсѣцѣ. еда како мало мѹкы ѡбрѧщеши в нѥмь ЖФП XII, 54г; ошедъшю же ѥмѹ [на поиски… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
AEGYPTIACA — I. AEGYPTIACA Πεττεία, longe operosior et ingeniosior Palamediacâ, una cum hac Graecis in usu fuit. Haec enim solis quinque calculis, quos πεςςοὺς Graeci dicunt, ab utraque ludentium parte tractabatur, absque tesseris: illa vero tota Philosophice … Hofmann J. Lexicon universale
PALAMEDES — Nauplii Euboeae Regis fil. ingeniosissimus, (a quo Naupliades a Poetis dictus est) acerrimus Ulyssis inimicus fuit, a quo tandem iniquô circumventus est, et ab exercitu lapidibus obrutus. Nam cum omnes totius Graeciae principes ad bellum Troianum … Hofmann J. Lexicon universale
βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
γκιλοτίνα — Μηχάνημα αποκεφαλισμού. Υιοθετήθηκε επίσημα στα τέλη του 18ου αι., κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Εφευρέτης της ήταν ο Γάλλος γιατρός Γκιγιοτέν. Βλ. λ. Γκιγιοτέν, Ζοζέφ Ιγκνάς. Ο αποκεφαλισμός του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στην γκιλοτίνα, σε… … Dictionary of Greek
μελίφρων — μελίφρων, ον (Α) 1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.… … Dictionary of Greek